- εύσκεπτος
- εὔσκεπτος, -ον (Α)αυτός που εξετάζεται εύκολα («εὔσκεπτόν γε σκέψιν προβέβληκας», Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σκεπτός (< σκέπτομαι), πρβλ. αξιό-σκεπτος, πολύ-σκεπτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὔσκεπτον — εὔσκεπτος easy to examine masc/fem acc sg εὔσκεπτος easy to examine neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αξιόσκεπτος — ἀξιόσκεπτος, ον (Α) ο υπολογίσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άξιος + σκεπτός < σκέπτομαι (πρβλ. άσκεπτος, εύσκεπτος κ.ά.)] … Dictionary of Greek